- πρέσβευε
- πρεσβεύωto be the elderpres imperat act 2nd sgπρεσβεύωto be the elderimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Μακεδονιανός — ο (Α Μακεδονιανός και Μακεδονιακός και Μακεδονικός) στον πληθ. οι Μακεδονιανοί οπαδοί τής αίρεσης τού Μακεδονίου, πατριάρχη τής Κωνσταντινούπολης κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, ο οποίος απέρριπτε τη θεότητα τού Αγίου Πνεύματος και πρέσβευε ότι τούτο… … Dictionary of Greek
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
γυμνισμός — Φυσιολατρική αντίληψη με πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές προεκτάσεις που δέχεται έναν τρόπο ζωής όπου επικρατεί η κοινή γυμνότητα των σωμάτων. Κατά την αρχαιότητα, στον ελλαδικό χώρο φαίνεται πως τηρούσαν στάση ανεκτική απέναντι στη… … Dictionary of Greek
ιδεαλισμός — Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια… … Dictionary of Greek
κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… … Dictionary of Greek
κυβός — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
πρεσβεύω — ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεύω Α [πρέσβυς] 1. είμαι πρεσβευτής, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή 2. έχω ορισμένη αντίληψη, ομολογώ, φρονώ, πιστεύω, παραδέχομαι 3. εκκλ. μεσιτεύω, μεσολαβώ («Παναγία Θεοτόκος πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», Όρθρ.) αρχ. 1. είμαι… … Dictionary of Greek